- κερατόφωνος
- κερᾱτό-φωνος, ον,A sounding with the horn, of the μάγαδις struck by the plectrum, Telest.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κερατόφωνος — κερατόφωνος, ον (Α) αυτός που ηχεί όπως το κέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, μεγαλό φωνος] … Dictionary of Greek
κερατόφωνον — κερατόφωνος sounding with the horn masc/fem acc sg κερατόφωνος sounding with the horn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek